- προσφάττοντες
- προσφάζωsacrifice beforehandpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφάζω — ΜΑ, και αττ. τ. προσφάττω Α σφάζω κάτι ή κάποιον πρώτο («πρῶτα μὲν τὸν υἱὸν ἐγγὺς προσαγωγὼν [προσ]έσφαξεν», Πλούτ.) αρχ. θυσιάζω κάτι ή κάποιον εκ τών προτέρων («ἱερεῑά τε προσφάττοντες πρὸ τῆς ἐκφορᾱς τοῡ νεκροῡ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek